λίστρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λίστρος οἱ λίστροι
      γενική τοῦ λίστρου τῶν λίστρων
      δοτική τῷ λίστρ τοῖς λίστροις
    αιτιατική τὸν λίστρον τοὺς λίστρους
     κλητική ! λίστρε λίστροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίστρω
γεν-δοτ τοῖν  λίστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λίστρος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λίστρον (ουδέτερο) με αλλαγή γένους

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίστρος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)