λαΐνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαΐνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαΐνα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • λαΐνι (μικρότερο σε μέγεθος)
  • μεθύρα (μεγαλύτερη σε μέγεθος)
  • μεθύρι (μικρότερο της μεθύρας αλλά μεγαλύτερο της λαΐνας)
  • σιφούνι (επιτραπέζιο μικρό κανάτι}

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]