λαίδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαίδη < αγγλική lady

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈle.ði/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαίδη θηλυκό

  1. κυρία της αριστοκρατίας, η σύζυγος ενός λόρδου
  2. αγγλικός τίτλος ευγενείας για γυναίκες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]