λαίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαίδη θηλυκό
- κυρία της αριστοκρατίας, η σύζυγος ενός λόρδου
- αγγλικός τίτλος ευγενείας για γυναίκες