λαβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαβαίνω < αρχαία ελληνική λαμβάνω

λαβαίνω

  1. λαμβάνω, παίρνω
    σου χρωστάω δέκα, πάρε τώρα τα μισά κι έχεις να λαβαίνεις άλλα πέντε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]