λαγάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαγάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαγάρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το καθαρό υγρό, αυτό που έχει διυλισθεί και είναι απαλλαγμένο από ξένες ουσίες
- αυτό είναι κρασί λαγάρα
- (λαϊκότροπο) ο τίμιος, άξιος εμπιστοσύνης, άνθρωπος
- είναι λαγάρα άντρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαγάρα
|