λαγοτόμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.ɣoˈto.ma.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γο‐τό‐μα‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαγοτόμαρο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαγοτόμαρο
|