λαζάνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαζάνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική lasagna < λατινική lasanum (κατσαρόλα) < αρχαία ελληνική λάσανον (στήριγμα κατσαρόλας)
Λαζάνια με κιμά.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laˈza.ɲa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαζάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]