λαθραίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαθραίως < λαθραῖ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λαθραίως

Συνώνυμα

[επεξεργασία]