λαθροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαθροφαγία < μεσαιωνική ελληνική λαθροφαγία < αρχαία ελληνική λαθροφάγος < λάθρῃ + -φάγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαθροφαγία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαθροφαγία
|