λαλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαλά | οι | λαλές & λαλάδες |
γενική | της | λαλάς | των | λαλάδων |
αιτιατική | τη | λαλά | τις | λαλές & λαλάδες |
κλητική | λαλά | λαλές & λαλάδες | ||
Κατηγορία όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- λαλά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαλά θηλυκό
- (ιδιωματικό) η γιαγιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαλά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 447.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- λαλά : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λαλά αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]- Λαλάς (επώνυμο)
Παρώνυμα
[επεξεργασία]- Λάλας (επώνυμο)
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- λαλά : μορφή ρήματος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]λαλά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παρώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιαγιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)