λαμινάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαμινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική laminar(e) + -ω (-άρω)
Ρήμα
[επεξεργασία]λαμινάρω
- (εκτύπωση) επικολλώ μια εκτυπωμένη επιφάνεια σε χαρτόνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαμινάρω
|