λαμπεράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαμπράδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπεράδα οι λαμπεράδες
      γενική της λαμπεράδας
    αιτιατική τη λαμπεράδα τις λαμπεράδες
     κλητική λαμπεράδα λαμπεράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαμπεράδα < λαμπερός + -άδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαμπεράδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]