λαμπυρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λαμπῠρῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | λαμπυρίς | αἱ | λαμπυρίδες | |
γενική | τῆς | λαμπυρίδος | τῶν | λαμπυρίδων | |
δοτική | τῇ | λαμπυρίδῐ | ταῖς | λαμπυρίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | λαμπυρίδᾰ | τὰς | λαμπυρίδᾰς | |
κλητική ὦ! | λαμπυρίς* | λαμπυρίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαμπυρίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λαμπυρίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαμπυρίς < *λαμπυλ(λ)ίς με ανομοίωση [l] [l] > [l] [r] < λάμπ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -υλλίς ή -υλίς [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λαμπυρίδα ⇒ νέα ελληνικά: λαμπυρίδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαμπυρίς θηλυκό
- (έντομο) η λαμπυρίδα, η πυγολαμπίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη λάμπω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «λαμπυρίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- λαμπυρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -υλλίς (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)