λαοπλάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαοπλάνος οι λαοπλάνοι
      γενική του λαοπλάνου των λαοπλάνων
    αιτιατική τον λαοπλάνο τους λαοπλάνους
     κλητική λαοπλάνε λαοπλάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαοπλάνος < λαός + πλάνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαοπλάνος αρσενικό

  • κάποιος (συνήθως πολιτικός) που έχει την ικανότητα να γοητεύει και να παραπλανά το λαό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]