λαπαροσκοπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαπαροσκοπικά < λαπαροσκοπικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]λαπαροσκοπικά
- με λαπαροσκοπικό τρόπο, με λαπαροσκόπηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαπαροσκοπικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λαπαροσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαπαροσκοπικός