λασίβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λασίβος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lascivo

Επίθετο

[επεξεργασία]

λασίβος, -α, -ον