λαχνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαχνός | οι | λαχνοί |
γενική | του | λαχνού | των | λαχνών |
αιτιατική | τον | λαχνό | τους | λαχνούς |
κλητική | λαχνέ | λαχνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαχνός < λαγχάνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαχνός αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- του έτυχε ο πρώτος λαχνός: κέρδισε το μεγαλύτερο ποσό που προσφέρει ένα λαχείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαχνός
|