λαϊκά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαϊκά < λαϊκός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λαϊκά

  1. με λαϊκό τρόπο
    αυτός μιλάει πολύ λαϊκά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

λαϊκά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαϊκός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]