λαϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαϊκά < λαϊκός
Επίρρημα
[επεξεργασία]λαϊκά
- με λαϊκό τρόπο
- αυτός μιλάει πολύ λαϊκά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λαϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαϊκός