λεημοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεημοσύνη < ελεημοσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεημοσύνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) ελεημοσύνη
- Λεημοσύνη γυρεύει ο άνθρωπος. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεημοσύνη
|