λεκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]λεκτικά < λεκτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]λεκτικά
- με το λόγο
- κάτι τύποι προκαλούσαν λεκτικά τις κοπέλες που περνούσαν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεκτικό