λελυσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]λελυσόμενος < λύω
Μετοχή
[επεξεργασία]λελυσόμενος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη λύω
λελυσόμενος < λύω
λελυσόμενος αρσενικό