λεμονίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεμονίτα θηλυκό
- αεριούχος λεμονάδα που περιέχει τουλάχιστον μια μικρή ποσότητα από χυμό λεμονιού, σε αντίθεση με την απλή λεμονάδα που πιθανόν να περιέχει μόνο εκχύλισμα ή άρωμα λεμονιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεμονίτα
|