λεμονοστύφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ημιεπαγγελματικός μηχανικός λεμονοστείφτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεμονοστύφτης οι λεμονοστύφτες
      γενική του λεμονοστύφτη των λεμονοστυφτών
    αιτιατική τον λεμονοστύφτη τους λεμονοστύφτες
     κλητική λεμονοστύφτη λεμονοστύφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεμονοστύφτης < λεμόν(ι) + -ο- + στύφτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.mo.noˈsti.ftis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεμονοστύφτης αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (οικείο) είσαι μάγκας, είσαι τσίφτης, είσαι και λεμονοστύφτης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]