λεξιλάγνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεξιλάγνος < λέξις + λάγνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεξιλάγνος αρσενικό

  1. αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί σπάνιες ή περίεργες λέξεις ή περίπλοκες διατυπώσεις
  2. (μεταφορικά) ο πολυλογάς, ο φλύαρος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]