λεπιδόσχημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]λεπιδόσχημος
- που έχει σχήμα λεπίδας
- ※ Λεπιδόσχημα εργαλεία από πυριτόλιθο, της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Τίτλος εικόνας στο Σπήλαιο Θεόπετρας στη Θεσσαλία: Μια προϊστορία 130.000 χρόνων (Μέρος 2ο), archaiologia.gr, 11/5/2015 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπιδόσχημος
|