λεσβιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεσβιάζω < αρχαία ελληνική λεσβιάζω

λεσβιάζω


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]