λετσούμπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λετσούμπι < από το ιταλικό lezzo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λετσούμπι ουδέτερο

  1. παιδί που φοράει βρόμικα ρούχα ή παραμελεί το ντύσιμό του ή γενικώς είναι ακατάστατο ή άπλυτο.
    Κυκλοφοράει σα λετσούμπι.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]