λευκίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λευκίτης | οι | λευκίτες |
γενική | του | λευκίτη | των | λευκιτών |
αιτιατική | τον | λευκίτη | τους | λευκίτες |
κλητική | λευκίτη | λευκίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκίτης < (ελληνιστική κοινή) λευκίτης < αρχαία ελληνική λευκός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) λευκού χρώματος ορυκτό της ομάδας των αστριοειδών με χημικό τύπο KAlSi2O6
- (ιατρική) ο αλφικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λευκός