λευκαντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκαντής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκαντής αρσενικό (θηλυκό λευκάντρια)
- (επάγγελμα) εργαζόμενος στη λεύκανση υφασμάτων, δηλαδή στην επεξεργασία απομάκρυνσης διάφορων φυσικών χρωστικών ουσιών και παραφινών που υπάρχουν ως υπολείμματα σε ένα πρωτογενές ύφασμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λευκαντής
|