λευκοπενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκοπενία θηλυκό
- (ιατρική): η ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λευκοπενία
|