λευκοσιδηρούς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκοσιδηρούς < λευκοσίδηρος + -ούς
Επίθετο
[επεξεργασία]λευκοσιδηρούς
- που έχει κατασκευαστεί από λευκοσίδηρο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λευκοσιδηρούς
|