λεφτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεφτό | τα | λεφτά |
γενική | του | λεφτού | των | λεφτών |
αιτιατική | το | λεφτό | τα | λεφτά |
κλητική | λεφτό | λεφτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεφτό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεφτό ουδέτερο
- (προφορικό) το λεπτό της ώρας
- δωσ' μου ένα λεφτό!
- δυο λεφτά!
- (προφορικό) τα λεφτά, τα χρήματα
- έχεις κάνα λεφτό πάνω σου;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεφτό
|