ληΐζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ληΐζομαι 
Παρατατικός  ἐληϊζόμην 
Μέλλοντας  ληΐσσομαι (επικός τύπος ) 
Αόριστος  ἐληϊσάμην 
Παρακείμενος  λέλῃσμαι (παθητική σημασία
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ληΐζομαι < ληΐη (ιωνικός τύπος  του λεία) + -ίζομαι

ληΐζομαι (επικός τύποςκαι ιωνικός τύπος , αποθετικό ρήμα)

  1. λαμβάνω σαν λεία, λάφυρο
  2. ληστεύω
  3. λεηλατώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη λεία
  • και νέα ελληνικά: → δείτε τη λέξη λεία