ληστοτρόφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ληστοτρόφος οι ληστοτρόφοι
      γενική του ληστοτρόφου των ληστοτρόφων
    αιτιατική τον ληστοτρόφο τους ληστοτρόφους
     κλητική ληστοτρόφε ληστοτρόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ληστοτρόφος < ληστ(ής) + -ο- + -τρόφος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ληστοτρόφος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]