ληστοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ληστοτρόφος αρσενικό
- (παρωχημένο) που προμηθεύει με τρόφιμα τους ένοπλους των ληστρικών συμμοριών της υπαίθρου· (κατ’ επέκταση) που τους φροντίζει και τους περιθάλπει
- ※ […] ο διαβόητος Παπαγιάννης, έχων απώτερον παρελθόν πατριωτικόν, […], με πρόσφατον όμως παρελθόν επισήμου και γνωστού ληστροτρόφου (αναφορά που παρατίθεται στο βιβλίου του Βασίλη Τζανακάρη, Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν [2002] [Αθήνα: Μεταίχμιο, 2016]).
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ληστοτρόφος