λιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος λιάζω < ηλιάζω

λιάζομαι, πρτ.: λιαζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα λιαστώ, αόρ.: λιάστηκα, μτχ.π.π.: λιασμένος

  1. εκτίθεμαι στον ήλιο
    Τρία πουλάκια κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]