λιγούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιγούρι | τα | λιγούρια |
γενική | του | λιγουριού | των | λιγουριών |
αιτιατική | το | λιγούρι | τα | λιγούρια |
κλητική | λιγούρι | λιγούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιγούρι < λιγούρης < λιγούρα < λιγώνω < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈɣu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γού‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιγούρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του λιγούρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιγούρι
|