λιθάνθραξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λιθάνθραξ | οἱ | λιθάνθρακες | ||||
γενική | τοῦ | λιθάνθρακος | τῶν | λιθανθράκων | ||||
δοτική | τῷ | λιθάνθρακι | τοῖς | λιθάνθραξι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | λιθάνθρακα | τοὺς | λιθάνθρακας | ||||
κλητική ὦ! | λιθάνθραξ | λιθάνθρακες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιθάνθραξ (μαρτυρείται από το 1802) [1] → και δείτε τη λέξη λιθάνθρακας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιθάνθραξ, -κος αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 606, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου