λιθάργυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λιθάργυρος | οι | λιθάργυροι |
γενική | του | λιθάργυρου & λιθαργύρου |
των | λιθάργυρων & λιθαργύρων |
αιτιατική | τον | λιθάργυρο | τους | λιθάργυρους & λιθαργύρους |
κλητική | λιθάργυρε | λιθάργυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιθάργυρος < ελληνιστική κοινή λιθάργυρος < αρχαία ελληνική λίθος + ἄργυρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιθάργυρος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό μονοξείδιο του μολύβδου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιθάργυρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)