λιθαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιθαράκι | τα | λιθαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λιθαράκι | τα | λιθαράκια |
κλητική | λιθαράκι | λιθαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιθαράκι < λιθάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική λιθάρι < (ελληνιστική κοινή) λιθάριον, υποκοριστικό τού (αρχαία ελληνικά) λίθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιθαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λιθάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)