λιθογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιθογράφος οι λιθογράφοι
      γενική του/της λιθογράφου των λιθογράφων
    αιτιατική τον/τη λιθογράφο τους/τις λιθογράφους
     κλητική λιθογράφε λιθογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographe < litho- + -graphe (λιθο- + -γράφος)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. καλλιτέχνης ο οποίος ασχολείται με τη λιθογραφία
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης που εργάζεται στον κλάδο της λιθογραφίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθογράφος < λιθο- + -γράφος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό