λιθολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λιθολογῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθολογώ < (ελληνιστική κοινήλιθολογέω / λιθολογῶ < αρχαία ελληνική λίθος + λέγω

λιθολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]