λιθώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθώνας οι λιθώνες
      γενική του λιθώνα των λιθώνων
    αιτιατική τον λιθώνα τους λιθώνες
     κλητική λιθώνα λιθώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθώνας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈθo.nas/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιθώνας αρσενικό

  • (γεωλογία) υλικά που λόγω της γεωμορφολογίας του εδάφους συγκεντρώθηκαν σε τοποθεσία από παγετώνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]