λιμεναρχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιμεναρχείο τα λιμεναρχεία
      γενική του λιμεναρχείου των λιμεναρχείων
    αιτιατική το λιμεναρχείο τα λιμεναρχεία
     κλητική λιμεναρχείο λιμεναρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιμεναρχείο < λιμενάρχ(ης) + -ειο > -ειον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.me.naɾˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐με‐ναρ‐χεί‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιμεναρχείο ουδέτερο

  • η διοικητική δύναμη και η διοικητική στέγη του λιμανιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]