λιμεναρχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιμεναρχείο < λιμενάρχ(ης) + -ειο > -ειον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.me.naɾˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐με‐ναρ‐χεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμεναρχείο ουδέτερο
- η διοικητική δύναμη και η διοικητική στέγη του λιμανιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιμεναρχείο
Πηγές
[επεξεργασία]- λιμεναρχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας