λινίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λινίνη | οι | λινίνες |
γενική | της | λινίνης | των | λινινών |
αιτιατική | τη | λινίνη | τις | λινίνες |
κλητική | λινίνη | λινίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λινίνη θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): σύνθετο πολυμερές, μη υδατανθρακικό, που βρίσκεται στο εσωτερικό των φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λινίνη
|