λινίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινίνη οι λινίνες
      γενική της λινίνης των λινινών
    αιτιατική τη λινίνη τις λινίνες
     κλητική λινίνη λινίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λινίνη < αγγλική lignin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λινίνη θηλυκό

  • (βιολογία), (βοτανική): σύνθετο πολυμερές, μη υδατανθρακικό, που βρίσκεται στο εσωτερικό των φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]