λιπαντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λιπαντής | οι | λιπαντές |
γενική | του | λιπαντή | των | λιπαντών |
αιτιατική | τον | λιπαντή | τους | λιπαντές |
κλητική | λιπαντή | λιπαντές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιπαντής < λιπαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιπαντής αρσενικό
- (μηχανολογία, επάγγελμα) εργάτης επιφορτισμένος στη λίπανση μηχανών
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) επίσημη ειδικότητα ναυτικού μηχανής, ή πληρώματος μηχανής πλοίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιπαντής
|