λιτανεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιτανεύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λιτανεύω

λιτανεύω

  1. κάνω περιφορά αγίων εικόνων ή ιερών λειψάνων, κάνω λιτανεία
  2. παίρνω μέρος σε λιτανεία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιτανεύω < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   λιτανός < λίσσομαι ( = ικετεύω)

λιτανεύω