λιόκλαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιόκλαδο | τα | λιόκλαδα |
γενική | του | λιόκλαδου | των | λιόκλαδων |
αιτιατική | το | λιόκλαδο | τα | λιόκλαδα |
κλητική | λιόκλαδο | λιόκλαδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιόκλαδο ουδέτερο
- κλαδί ελιάς (λιόδεντρου)
- ※ Ανάβαμε στο τζάκι μεγάλη φωτιά με λιόκλαδα. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος Οι μουσμουλιές [διήγημα])
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιόκλαδο
|