λογικοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογικοκρατία | οι | λογικοκρατίες |
γενική | της | λογικοκρατίας | — | |
αιτιατική | τη | λογικοκρατία | τις | λογικοκρατίες |
κλητική | λογικοκρατία | λογικοκρατίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογικοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που βασίζεται στη λογική
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- λογικοκράτης
- λογικοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις λογική, λόγος και κρατώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογικοκρατία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)