λογικό συνδετικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογικό συνδετικό < → δείτε τις λέξεις λογικός και συνδετικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logical connective
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]λογικό συνδετικό
- (λογική) λογικός τελεστής για πράξεις μεταξύ λογικών προτάσεων[1]. Μερικές φορές μοιάζει με τους γραμματικούς συνδέσμους[2]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογικό συνδετικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 14, 33, 40. Προσπέλαση 2020-02-24
- ↑ «Λογική θεωρία και πράξη Γ' Λυκείου», σελ. 33. πρόσβαση:2020-02-26