λογιοτατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογιοτατισμός οι λογιοτατισμοί
      γενική του λογιοτατισμού των λογιοτατισμών
    αιτιατική τον λογιοτατισμό τους λογιοτατισμούς
     κλητική λογιοτατισμέ λογιοτατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογιοτατισμός < λογιώτατος + -ισμός· ο υπερθετικός του επιθέτου λόγιος εδώ αποκτά ειρωνική απόχρωση.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογιοτατισμός αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]